Από την πλευρά του ο Θεόδωρος Καπράλος επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ο μόνος τομέας του λιανεμπορίου που κινείται είναι αυτός του “back to school”, όπου ευνοούνται επιχειρήσεις πώλησης γραφικής ύλης και σχολικών. “Ωστόσο η επιστροφή του κόσμου από τις διακοπές μας έφερε αντιμέτωπους με καθίζηση της αγοράς, κάτι που είναι σύνηθες κάθε χρόνο. Οι καταναλωτές προτεραιοποιούν τις ανάγκες τους, ενώ έχουν ήδη ξοδέψει αρκετά χρήματα από το διαθέσιμο εισόδημά τους για τις διακοπές που προηγήθηκαν”.
Αγορά που κινείται σε δύο άκρα
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για μία αγορά των άκρων, όπου κυριαρχούν σύμφωνα με τον κύριο Καπράλο οι πωλήσεις φθηνών προϊόντων από τη μία και τα προϊόντα πολυτελείας από την άλλη. Παρόλ’ αυτά τα αγαθά που απευθύνονται σε καταναλωτές μέσου εισοδήματος και που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του τζίρου της αγοράς, παρουσιάζουν έντονη καθίζηση. “Τα προϊόντα πολυτελείας γνωστών οίκων συνεχίζουν να μην επηρεάζονται. Από τη μία υπάρχουν ξένοι επισκέπτες, οι οποίοι ερχόμενοι στη χώρα μας έχουν την δυνατότητα να πληρώσουν για τα συγκεκριμένα προϊόντα. Ταυτόχρονα όμως αγοραστές είναι και Έλληνες καταναλωτές υψηλού εισοδήματος, οι οποίοι δεν επηρεάζονται από τις διακυμάνσεις των τιμών και τον πληθωρισμό και έχουν την δυνατότητα να ξοδέψουν για προϊόντα πολυτελείας”.
Πλήγμα για την αγορά και στις εκπτώσεις του καλοκαιριού
Τα πρόσφατα στοιχεία προερχόμενα από την μεγάλη μελέτη που πραγματοποίησε ο Εμπορικός Σύλλογος Αθηνών σε συνεργασία με το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών έδειξαν το μούδιασμα της αγοράς και στις εκπτώσεις που προηγήθηκαν το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Κι αυτό γιατί περισσότεροι από 1 στους 2 επιχειρηματίες που συμμετείχαν στην έρευνα αυτή δήλωσαν ότι φέτος κατέγραψαν χειρότερο τζίρο σε σχέση με τις εκπτώσεις Ιουλίου – Αυγούστου του 2023 (ποσοστό 58,7%). Επίσης 1 στους 5 είχε το ίδιο ταμείο με πέρσι (19,8%), ενώ μόνο το 21% είχε αύξηση τζίρου. Το μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα είχε εμφανή επίπτωση στο λιανεμπόριο, κάτι που φαίνεται και στα στοιχεία που προαναφέρθηκαν. Όπως προκύπτει από τα ίδια στοιχεία, το παραδοσιακό ελληνικό νοικοκυριό έδωσε προτεραιότητα αφενός σε βασικές υποχρεώσεις – ρεύμα, βενζίνη κλπ.- αλλά και στις διακοπές του και λιγότερο στην αγορά ρούχων, παπουτσιών ή άλλων καταναλωτικών αγαθών.
Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας έδειξαν τουλάχιστον προβληματισμό και αναμονή καθώς η περιρρέουσα διεθνής οικονομική συγκυρία παραμένει ακόμα μη προβλέψιμη. Συγκρίνοντας μάλιστα τον Δείκτη αισιοδοξίας της τρέχουσας έρευνας με την αντίστοιχη του Φεβρουαρίου του 2024 το ποσοστό εκείνων που εκτιμούσαν ότι η κατάσταση στην αγορά θα βελτιωθεί το επόμενο εξάμηνο είναι κατά 14,2% μικρότερη.
Η έλλειψη διαθέσιμου οικογενειακού εισοδήματος, η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα καθιστούν δύσκολα προβλέψιμη τη συμπεριφορά του καταναλωτικού κοινού το επόμενο εξάμηνο.