Με την τρίτη δόση κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης να έχει εκταμιευθεί και τη συνολική χρηματοδότηση προς την Ελλάδα να ανέρχεται πλέον στα 14,7 δισ. ευρώ (8% του ΑΕΠ), κρίσιμο ζητούμενο παραμένει η παρακολούθηση της αξιοποίησης των κεφαλαίων αυτών από τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Υπό αυτή την οπτική, στο νέο τεύχος μελετών της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ για την επενδυτική συμπεριφορά των ΜμΕ, έμφαση δίνεται στην αξιολόγηση τόσο της χρήσης (αξιοποίηση από τις επιχειρήσεις) όσο και της χρησιμότητας (αναπτυξιακό αποτύπωμα) των προγραμμάτων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Σε μια περίοδο με σημαντικές πιέσεις από ακραία κλιματικά φαινόμενα και γεωπολιτικές εντάσεις, ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι η επενδυτική διάθεση των ελληνικών επιχειρήσεων παραμένει υγιής. Ειδικότερα, στην πρόσφατη έρευνα πεδίου μας σε 600 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το 66% αυτών εκδηλώνει ενδιαφέρον για υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων (από 60% το προηγούμενο εξάμηνο).
Παράλληλα, το ενδιαφέρον για αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης παραμένει σταθερά στο 1/4 του τομέα. Εξετάζοντας την εκδήλωση ενεργού ενδιαφέροντος για το Ταμείο, διαπιστώνουμε ότι το 1/3 των ενδιαφερόμενων έχει καταθέσει (ή προτίθεται άμεσα να καταθέσει) αίτηση ένταξης. Συνεπώς, η ενθάρρυνση των διστακτικών ΜμΕ να μετουσιώσουν την πρόθεσή τους σε επενδυτικά σχέδια (14% του συνόλου) έχει τη δυναμική να υπερδιπλασιάσει την κινητικότητα που μέχρι τώρα αποτυπώνεται στις αιτήσεις (από 11% σε 25% του συνόλου).
Ακόμα μια ευκαιρία για αύξηση συμμετοχής στα προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης εντοπίζεται στο κομμάτι των ΜμΕ που, ενώ σχεδιάζει επενδύσεις, δεν έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για το Ταμείο.
Συγκεκριμένα, μόλις το 40% αυτών δηλώνει ότι η έλλειψη ενδιαφέροντος για το Ταμείο είναι συνειδητή επιλογή. Από τους υπόλοιπους, η συντριπτική πλειοψηφία (43% αυτών ή 18% του συνόλου ΜμΕ) δηλώνει ότι δεν το έχει αξιολογήσει ως δυνητική επιλογή χρηματοδότησης – αποκαλύπτοντας έτσι ένα έλλειμμα γνώσης (και ενδεχομένως και διάθεσης) για διερεύνηση αναπτυξιακών επιλογών.
Από τα παραπάνω ευρήματα της έρευνάς μας, συνάγεται ότι το δυνητικό ενδιαφέρον για το Ταμείο Ανάκαμψης είναι σημαντικά υψηλότερο του ήδη εκδηλωθέντος μέσω των αιτήσεων που έχουν κατατεθεί. Συγκεκριμένα, αθροίζοντας το ποσοστό των δυνητικών χρηστών σε περίπτωση αποτελεσματικής ενημέρωσης τους (18% των ΜμΕ) με τους ενδιαφερόμενους που χρειάζονται ενθάρρυνση για να προχωρήσουν σε αίτηση (14% των ΜμΕ), συνάγεται ότι η συμμετοχή στο Ταμείο θα μπορούσε να ανέλθει από το σημερινό 11% σε εώς και 43% των ΜμΕ (ή 2/3 των επενδυτών). Έτσι, αναδεικνύεται η σημασία δράσεων ενδυνάμωσης τόσο της «τεχνικής» ωριμότητας όσο και της επιχειρηματικής κουλτούρας, ειδικά των πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Το επόμενο ερώτημα που προκύπτει αφορά το καθαρό αναπτυξιακό αποτύπωμα του Ταμείου Ανάπτυξης – δηλαδή, εάν η ώθηση των πόρων του οδηγεί σε επενδύσεις που δε θα συνέβαιναν χωρίς αυτούς (ή απλά αποτελεί εναλλακτικό δρόμο για επενδύσεις που θα γίνονταν ούτως ή άλλως). Τα πρώτα ευρήματα της έρευνάς μας για τις επιχειρήσεις που το αξιοποιούν είναι ενθαρρυντικά, καθώς τα ¾ αυτών δηλώνουν ότι διαφορετικά δε θα προχωρούσαν στην επένδυση, ενώ ένα επιπλέον 12% θεωρεί ότι λειτούργησε υποστηρικτικά ως προς το χρόνο ή το ύψος της επένδυσης.
Συνεπώς, η συγκυρία διαφαίνεται ως μια μοναδική ευκαιρία για τις ελληνικές ΜμΕ να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Ωστόσο, η αποτελεσματική αξιοποίηση αυτής της ευκαιρίας έχει ως κρίσιμα προαπαιτούμενα την υποστήριξη και εκπαίδευση των ΜμΕ σε ζητήματα χρηματοοικονομικής και επιχειρηματικής αποτελεσματικότητας.